ἀποδεδειγμένας — ἀποδεδειγμένᾱς , ἀποδείκνυμι point away from perf part mp fem acc pl ἀποδεδειγμένᾱς , ἀποδείκνυμι point away from perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Έδεσσα της Ελλάδας και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (285 305), μαζί με τη μητέρα του Βάσσα και τα αδέλφια του Θεογόνιο και Αγάπιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 21 Αυγούστου. II Επίσκοπος της… … Dictionary of Greek
αποδεικτική διαδικασία — Η διαδικασία συλλογής του αποδεικτικού υλικού για μία δίκη. Περιλαμβάνει τον τρόπο και τα μέσα. Ειδικά στην πολιτική δικονομία, η α.δ. είναι το σύνολο των δικαστικών πράξεων που γίνονται από τους διαδίκους και από το δικαστήριο με σκοπό να… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
Περοτίνος ή Περοτέν — (λατινικά Magister Perotinus Magnus). Συνθέτης που δημιούργησε στη Γαλλία μεταξύ του τέλους του 12ου και των αρχών του 13ου αι. Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες για τη ζωή του. Διευθυντής, μεταξύ 1180 και 1230, της Χορωδίας στην Παναγία των… … Dictionary of Greek
ἀποδεδειγμέναι — ἀποδείκνυμι point away from perf part mp fem nom/voc pl ἀποδεδειγμένᾱͅ , ἀποδείκνυμι point away from perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)